- ακίδα
- Μακρουλό, αιχμηρό κομμάτι ξύλου, με ινώδη μορφή. Ακιδωτού σχήματος ήταν το κάλυμμα που τοποθετούσαν παλαιότερα στο στήθος ενός πολεμικού αλόγου. Ακιδωτή επίσης είναι η αμυντική θωράκιση μιας κατηγορίας ζώων όπως ο σκαντζόχοιρος.
Α. ονομάζεται και το κεντρικό σημείο του στόχαστρου ενός όπλου, το οποίο αποτελεί σημείο αναφοράς γι’ αυτόν που σημαδεύει. Πρέπει δηλαδή η ευθεία που συνδέει το μάτι του παρατηρητή με την α. του στόχαστρου όταν προεκτείνεται, να συναντά τον πόδα του στόχου, δηλαδή το κάτω μέρος του. Στα σύγχρονα όπλα η μεταλλική α. που βρίσκεται στο στόχαστρο έχει αντικατασταθεί με διόπτρα που φέρει σταυρόνημα. Τον ρόλο της α. παίζει το σημείο τομής των αξόνων του σταυρονήματος.
Το πιο ψηλό σημείο των αλεξικέραυνων, το οποίο αποτελεί τον δέκτη όλων των ηλεκτρικών φορτίων που δημιουργούνται στην ατμόσφαιρα, λέγεται α. του αλεξικέραυνου. Προτιμάται το σχήμα της α., γιατί τα φαινόμενα δημιουργούνται με μεγαλύτερη ένταση σε αιχμηρές επιφάνειες παρά σε σφαιρικές ή απλώς καμπύλες. Ο στατικός ηλεκτρισμός που δημιουργείται μεταξύ των αντίθετων φορτίων, που έχουν τη στιγμή εκείνη η Γη και το σύννεφο, έλκεται από την α. του αλεξικέραυνου με μεγαλύτερη δύναμη, παρά από οποιαδήποτε άλλη επιφάνεια, και έτσι το φορτίο διοχετεύεται εντελώς ακίνδυνα στο έδαφος με έναν χάλκινο αγωγό μεγάλης διατομής, δηλαδή με έναν αγωγό από χοντρό χάλκινο σύρμα.φαινόμενο της α. Η ιδιότητα που έχουν οι α. ισχυρά φορτισμένων αγωγών να μετατοπίζουν, με τη μορφή φυσήματος ή και να σβήνουν τη φλόγα ενός κεριού που πλησιάζει προς αυτές. Το φύσημα αυτό δεν είναι παρά μια ηλεκτρική εκκένωση στον αέρα και στο σκοτάδι εμφανίζεται σαν λάμψη που καλύπτει την α. Η εκκένωση δημιουργείται επειδή στις περιοχές των αγωγών που έχουν τη μεγαλύτερη ακτίνα καμπυλότητας αυξάνεται πολύ η πυκνότητα των φορτίων και μερικά από αυτά αναγκάζονται, κάτω από την επίδραση του ισχυρού απωστικού ηλεκτρικού πεδίου γύρω από την α. να απομακρυνθούν από τον αγωγό.
* * *και αγκίδα ή αγκίθα, η (Α ἀκίς)1. οξύ άκρο, αιχμή (συνήθως βελόνας, βέλους, αγκιστριού κ.ά.)2. μικρό αιχμηρό κομμάτι, που αποσπάται από ξύλινο αντικείμενο, σχίζα, σκλήθρανεοελλ.μικρό μεταλλικό καρφί, που χρησιμοποιείται στη ναυπηγικήαρχ.1. αιχμηρό αντικείμενο, βελόνα2. βέλος, ακόντιο3. κέντρισμα, παρόρμηση.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀκίς, ομόρριζη τής λ. ἀκὴ Ι βλ. λ., ανάγεται στη ΙΕ ρίζα *ακ- «οξύς, αιχμηρός, κοφτερός», από όπου προέρχεται η κύρια σημ. τής λ. («κάθε αιχμηρό αντικείμενο»), καθώς και πολλές μεταφορικές της χρήσεις, μολονότι παραμένει δυσερμήνευτη η σημ. «χειρουργικός επίδεσμος» με την οποία χρησιμοποιείται η λ. στον Γαληνό. Ο νεοελλ. τ. αγκίδα (ήδη τού 16ου αιώνα) προήλθε από παρετυμολογική επίδραση άλλων λέξεων, όπως αγκύλη, αγκυλώνω, αγκίστρι κ.τ.ό. (βλ. και κινάρα-αγκινάρα, άκανθα-αγκάθι). Το -θ- τού τ. αγκίθα οφείλεται πιθανώς σε αναλογικό σχηματισμό κατά το σχήμα ασπίδα-ασπίθα.ΠΑΡ. ακιδώδης, ακιδωτόςαρχ.-μσν.ἀκιδῶ.ΣΥΝΘ. ἀκιδοειδήςνεοελλ.ακιδογράφημα, ακιδογραφικός, ακιδοφόρος. Βλ. και λήμμα ακ-].
Dictionary of Greek. 2013.